καθορίζω

καθορίζω
(Α καθορίζω)
ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)
νεοελλ.
διασαφηνίζω, διευκρινίζω
αρχ.
μέσ. καθορίζομαι
πάπ. εγείρω αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁρίζω (< ὅρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθορίζω — καθορίζω, καθόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθορίζω — καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, προσδιορίζω κάτι ακριβώς: Η επιτροπή καθόρισε τους όρους του διαγωνισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθορίζετε — καθορίζω determine pres imperat act 2nd pl καθορίζω determine pres ind act 2nd pl καθορίζω determine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοριεῖ — καθορίζω determine fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθορίζω determine fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοριοῦσιν — καθορίζω determine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθορίζω determine fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζει — καθορίζω determine pres ind mp 2nd sg καθορίζω determine pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζοντα — καθορίζω determine pres part act neut nom/voc/acc pl καθορίζω determine pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζουσι — καθορίζω determine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθορίζω determine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίσαι — καθορίζω determine aor inf act καθορίσαῑ , καθορίζω determine aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμονομώ — καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + νομώ( έω) < νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”